- ανακεφαλαιώνομαι
- ανακεφαλαιώνομαι, ανακεφαλαιώθηκα, ανακεφαλαιωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσανακεφαλαιούμαι — όομαι, Α ανακεφαλαιώνομαι περαιτέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακεφαλαιοῦμαι «συνοψίζομαι, ανακεφαλαιώνομαι»] … Dictionary of Greek